- συσσωρευτικός
- -ή, -ό, Ν [συσσωρεύω]1. αυτός που προκαλεί συσσώρευση2. φρ. «συσσωρευτικός οργανισμός»βιολ. κάθε οργανισμός που συσσωρεύει ενεργά ένα συγκεκριμένο στοιχείο ή ουσία στους ιστούς του.επίρρ...συσσωρευτικώς και συσσωρευτικά Νμε συσσωρευτικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συσσωρεύω. Το επίρρ. συσσωρευτικώς μαρτυρείται από το 1889 στον Εμμ. Λυκούδη].
Dictionary of Greek. 2013.